ταπέτο

ταπέτο
Oνομάζεται και χαλί. Υφαντό επίστρωμα για το δάπεδο και για την εσωτερική επιφάνεια των τοίχων. Κατασκευάζεται κυρίως από μαλλί και είναι χειροποίητο ή μηχανοποίητο. Ως χώρες κατασκευής τ. αναφέρονται η Αίγυπτος, η Περσία, η Μεσοποταμία, η Μογγολία, η Κίνα και η Ινδία. Παλαιότερα κατασκεύαζαν τ. χωρίς χνούδι (κιλίμια). Τα χνουδωτά με πολυτελή και καλλιτεχνική εμφάνιση, κατασκευάστηκαν πολύ αργότερα, ίσως κατά τον 8o αι. μ.Χ. Τα απλά τ., τα κιλίμια, κατασκευάζονται με κοινούς αργαλειούς, ενώ τα χνουδωτά με ειδικό αργαλειό. Μετά την ύφανσή τους τα τ. περνούν από διαδοχικές επεξεργασίες έως ότου είναι έτοιμα για το εμπόριο. Πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή η ελληνική ταπητουργία αποτελούσε κυρίως οικοτεχνία αρκετά διαδεδομένη σε όλες τις περιοχές της χώρας, ιδιαίτερα τις αγροτικές. Σήμερα αποτελεί έναν από τους κυριότερους κλάδους της υφαντουργίας μας. Αναπτύχθηκε κυρίως μετά την άφιξη πολλών προσφύγων ταπητουργών. Ιδιαίτερη άνθηση σημείωσε το 1924-29. Το 1929 ιδρύθηκε ο Ελληνικός Ταπητουργικός Οργανισμός με σκοπό να αναπτύξει την ταπητουργία, αλλά και να διαθέσει τα προϊόντα της. Για να πραγματοποιήσει τον σκοπό του διαθέτει 36 ταπητουργικές σχολές. Το μεγαλύτερο ποσοστό παραγωγής τ. προέρχεται από τις ταπητουργικές επιχειρήσεις και κατά δεύτερο λόγο από τον ταπητουργικό οργανισμό. Οι περισσότερες επιχειρήσεις βρίσκονται στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Νέα Ιωνία, στη Νίκαια, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες ελληνικές πόλεις. Αρμένικο με δράκους του 12ου αι. (Συλλογή Κατάτσι, Παρίσι). Περσικό με σκηνές κυνηγιού του 1522-23 (Συλλογή Πετσόλι, Μιλάνο). Ταπέτο τύπου Αρντεμπίλ. Ταπέτο της Ανατολής με δράκους και φοίνικες του 15ου αι. (Κρατικό Μουσείο, Βερολίνο). Ταπέτο τύπου Χολμπάιν του 16ου αι. (Μιλάνο, Συλλογή Καμπάνα). Ταπέτο της Ανατολής του 17ου αι. (Συλλογή Καμπάνα, Μιλάνο). Περσικό του 17ου αι. (Μουσείο Αργυροχοΐας, Φλωρεντία).
* * *
το, Ν
1. υποκορ. μικρός τάπητας, χαλάκι
2. (χωρίς υποκορ. σημ.) χαλί, τάπητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. tappeto λατ. tapēte, -um < τάπης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταπέτο — το (λ. ιταλ.) 1. μικρός τάπητας, μικρό χαλί. 2. τάπητας, χαλί: Το πάτωμα του καταστήματος έχει ταπέτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πεγκί, Σαρλ — (Peguy, Charles, Ορλεάν 1873 – Βιλρουά 1914). Γάλλος συγγραφέας, ποιητής και δημοσιογράφος. Σοσιαλιστής, έπειτα καθολικός ορθόδοξος και εθνικιστής, σκοτώθηκε στον πόλεμο, κατά τη μάχη του Μάρνη. Ο Π. άσκησε κολοσσιαία επίδραση, με αντιγερμανικές… …   Dictionary of Greek

  • καραβάνι — Ομαδική πορεία, κυρίως μεταναστών, προσκυνητών ή εμπόρων, η οποία συνήθως πραγματοποιείται με καμήλες, υποζύγια ή τροχοφόρα. Η λέξη κ. προέρχεται από την περσική λέξη κερβάν, που χαρακτήριζε αρχικά τις νομαδικές φυλές, είτε αυτές μετακινούνταν… …   Dictionary of Greek

  • ταπήτιο — το / ταπήτιον, ΝΑ, και ταπῆτιν Α [τάπης, ητος] υποκορ. ταπέτο νεοελλ. 1. ανατ. σχηματισμός τού κεντρικού νευρικού συστήματος από λευκές ίνες υπό μορφή τάπητα («ταπήτιο τού μεσολοβίου») 2. ζωολ. στιβάδα τού χοριοειδούς χιτώνα τού ματιού ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • ταπετσαρία — η, Ν 1. επίστρωμα εσωτερικών τοίχων κατοικίας από ειδικό χαρτί, ύφασμα ή πλαστικό για λόγους προστασίας και διακόσμησης 2. επίστρωση επίπλων, ιδίως καθισμάτων, κρεβατιών και καναπέδων με ειδικό γέμισμα και επένδυσή τους με ύφασμα, πλαστικό ή… …   Dictionary of Greek

  • ταπισερί — Διεθνώς αποδεκτός όρος για τον χαρακτηρισμό διακοσμητικού χειροποίητου υφαντού, λεπτής και επίπονης επεξεργασίας. Ο όρος είναι γαλλικός (tapisserie) και υποδηλώνει χαλί του τοίχου. Πριν από την εμφάνιση των χαλιών του τοίχου σκέπαζαν ολόκληρους… …   Dictionary of Greek

  • Μαμελούκοι — (από το αραβικό μαμλούκ = δούλος). Ονομασία στρατιωτικής κάστας αποτελούμενης από δούλους, σωματοφυλακής των σουλτάνων της Αιγύπτου αρχικά (9ος αι.), και της δυναστείας την οποία δημιούργησαν αποκτώντας αργότερα την εξουσία (12ος 19ος αι.). Η… …   Dictionary of Greek

  • τάπητας — ο 1. παχύ μάλλινο ύφασμα για στρωσίδι δαπέδου ή τοίχου, χαλί, ταπέτο. 2. ό,τι χρησιμεύει για επίστρωση ή μοιάζει με χαλί: Ασφαλτικός τάπητας του δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”